κόντης
Смотреть что такое "κόντης" в других словарях:
Κόντης, Αλέκος — (1899 – 1965). Μουσικός. Διετέλεσε καθηγητής του Ελληνικού Ωδείου (1926) και το 1932 ίδρυσε την Παλλάδιο Χορωδία. Συνέθεσε διάφορα έργα, τα οποία διακρίνονται για τη λεπτότητα του ύφους τους: δύο σουίτες για ορχήστρα, πρελούντιο, συμφωνικό… … Dictionary of Greek
Christos Kontis — Personal information Full name Christos Kontis Date of birth 13 May 1975 (1 … Wikipedia
Giannis Kondis — Giannis Kondis Spielerinformationen Voller Name Giannis Kondis Geburtstag 4. Januar 1989 Geburtsort Albanien Größe 181 cm Position … Deutsch Wikipedia
Chrístos Kóntis — Pas d image ? Cliquez ici. Situation actuelle Club actuel … Wikipédia en Français
κετραρία — η (θοτ.) γένος λειχήνων τής τάξης γυμνοκαρπώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cetraria < cetr (< λατ. cetra ή caetra [είδος κοντής ισπ. ασπίδας]) + κατάλ. aria (< λατ. arius)] … Dictionary of Greek
λιμοκοντόρος — ο 1. (σκωπτ.) νέος που κρύβει τη φτώχεια ή τις στερήσεις του κομψευόμενος και ερωτοτροπώντας με επιδεικτικούς τρόπους και επιδεικτική εμφάνιση 2. παλαιό μονόδραχμο χαρτονόμισμα («διπλός λιμοκοντόρος») το δίδραχμο). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιμοκόντης <… … Dictionary of Greek
νάσικος — Κατάρρινος πίθηκος της μεγάλης οικογένειας των Κερκοπιθηκιδών, που λέγεται και προβοσκιδωτός πίθηκος, εξαιτίας της χαρακτηριστικής μύτης του, που είναι πολύ ανεπτυγμένη, προπάντων στα ενήλικα αρσενικά: το είδος αυτό της κοντής προβοσκίδας κατά… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Σαπφώ — Αρχαία Ελληνίδα ποιήτρια (Ερεσός, Λέσβος τέλη 7ου αι. π.Χ. Μυτιλήνη πρώτο μισό 6ου αι. π.Χ.). Σχεδόν τα μόνα γνωστά για τη ζωή της είναι πως είχε μια κόρη, την Κλείδα και τρεις αδελφούς, και πως για πολιτικούς λόγους εξορίστηκε για μερικά χρόνια… … Dictionary of Greek
κόντες — κόντες, ο και κόντης, ο θηλ. κοντέσα (λ. ιταλ.), κόμης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουστανέλα — η (λ. ιταλ.), είδος κοντής αντρικής φούστας που φτάνει ως το γόνατο, από λευκό ιδίως ύφασμα με πολλές πτυχές, τμήμα της παλιότερης εθνικής ελληνικής ενδυμασίας των αντρών και τώρα της στολής των ευζώνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)